κατάκριμα

κατάκριμα
το (AM κατάκριμα) [κατακρίνω]
νεοελλ.-μσν.
πράξη κακή, παράνομη και άπρεπη
μσν.-αρχ.
καταδίκη, τιμωρία («τὸ μὲν γὰρ κρῑμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα», ΚΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάκριμα — condemnation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκριμα — το, ατος αμάρτημα: Ποιος θα με σώσει από το κατάκριμά μου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακριμάτων — κατάκριμα condemnation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίμασι — κατάκριμα condemnation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίμασιν — κατάκριμα condemnation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίματι — κατάκριμα condemnation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρίματος — κατάκριμα condemnation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԱՏԱՊԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. κατάκριμα, κατάκρισις damnatio, condemnatio Դատապարտելն, եւ իլն. պարտաւորութիւն. պատժապարտութիւն. մահապարտութիւն: ... Իմ. ՟Ժ՟Բ. 27: Հռ. ՟Ե. 16. 18: ՟Բ. Կոր. ՟Գ. 9: ՟Է. 3: *Պատիժք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”